- μαλαγάνα
- η , μαλαγάνας ο льстивый, вкрадчивый человек; льстец, подхалим
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαλαγάνα — μαλαγάνα, η και μαλαγάνας, ο (λ. ισπαν.), αυτός που πετυχαίνει το σκοπό του με κολακείες και γαλιφιές: Είναι μαλαγάνα γι αυτό πέτυχε να πάρει αύξηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαλαγάνα — η, και μολαγάνας, ο αυτός που προσπαθεί να επιτύχει τον σκοπό του με κολακείες και με προσποιητή αγάπη, ο γαλίφης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. malagana. Ο τ. μαλαγάνας < μαλαγάνα, με αλλαγή γένους (πρβλ. μάγκα > μάγκας)] … Dictionary of Greek
μαλαγανεύω — [μαλαγάνα] καλοπιάνω κάποιον για να επιτύχω κάτι, κολακεύω κάποιον από συμφέρον, γαλιφεύω … Dictionary of Greek
μαλαγανιά — η [μαλαγάνα] η επίδειξη αγαθότητας και αγάπης από υστεροβουλία, η κολακεία, η γαλιφιά … Dictionary of Greek